Κρίσιμα συμπεράσματα μιας απεργίας που δεν έγινε
Κρίσιμα συμπεράσματα μιας απεργίας που δεν έγινε
Από τα πρώτα συμπεράσματα που βγαίνουν, είναι ότι η κυβέρνηση δεν έχει κανένα πρόβλημα να χρησιμοποιήσει όλα τα όπλα που προσφέρει το σύνταγμα -έστω και η πιο ‘τραβηγμένη’ ερμηνεία του- και το νομικό πλαίσιο για να αντιμετωπίσει το εργατικό κίνημα. Για την πάταξη, όπως στο μετρό, τη λήξη, όπως στη Χαλυβουργία, την προληπτική αντιμετώπιση όπως τώρα με τους καθηγητές, εργατικών αγώνων που παραδειγματίζουν και προκαλούν πρόβλημα στην ‘ομαλότητα’ της αστικής πολιτικής. Οι ανάγκες του κεφαλαίου, για την αντιμετώπιση της κρίσης του, τα συνεχή αντεργατικά νομοσχέδια και μνημόνια, η γενίκευση της φτώχιας, η αποψίλωση των παροχών του προηγούμενου διαστήματος, σε παιδεία, υγεία, πρόνοια, διαμορφώνουν και το πλαίσιο που αντιμετωπίζει τους εργατικούς αγώνες. Επιστράτευση απεργών -προληπτικά τούτη τη φορά- συνεχής κήρυξη απεργιών ως παράνομες από τα δικαστήρια, ακόμα και με απαγόρευση κήρυξης τους στο μέλλον, όπως πρόσφατα για την ΕΡΤ, και στο βάθος ΜΑΤ, ακόμα και στρατός, μαζί με τη διαπόμπευση όποιου πάει να κουνηθεί από τα ΜΜΕ, είναι η ‘ομαλή’ συνέχεια των μέτρων οικονομικής επιβολής, των μόνιμων επιδιώξεων που έχει ανάγκη το σύστημα. Και γι’ αυτό δεν πρόκειται για μέτρα «έκτακτης ανάγκης», εξαίρεση στον κανόνα, διεξαγωγής της πολιτικής και συνδικαλιστικής πάλης όπως την ξέραμε, αλλά αντίθετα εγγράφονται στο καθημερινό ημερολόγιο άλλων απαιτήσεων απάντησης του εργατικού κινήματος.
Την βδομάδα που πέρασε, με την διακηρυγμένη απεργία των καθηγητών, υπήρξε η δυνατότητα να δοθεί μια αποφασιστική μάχη, κόντρα στην επιστράτευση και τη συκοφάντηση των ΜΜΕ, να ανοίξει μια πληγή στο μέτωπο των πάνω με απρόβλεπτες συνέπειες. Διακηρύττουμε καθαρά τη θέση μας, ότι η απεργία έπρεπε να γίνει. Παρά τις ελλείψεις, τις αδυναμίες, τις αμφιβολίες και το φόβο οι εργαζόμενοι, η τάξη, έχουμε να μαθαίνουμε ανοίγοντας και το δρόμο. Μόνο έτσι σπάει ο φόβος. Στον αγώνα χτίζεται η αυτοπεποίθηση. Και από τον αγώνα ανοίγουν τα πολιτικά ερώτημα του αγωνιζόμενου κομματιού και ευρύτερα. Οι δικαιολογίες, οι προϋποθέσεις, οι όροι, τα πισωγυρίσματα τελικά, είναι σχήματα για όποιον δεν θέλει να ανοίξει ο δρόμος.
Πιστεύουμε ότι αυτή η μάχη δεν δόθηκε για τρεις, εξίσου σημαντικούς, λόγους: Την αδυναμία κοινωνικών συμμαχιών, τον ρόλο του αστικοποιημένου συνδικαλισμού, τη πολιτική και συνδικαλιστική στάση της κοινοβουλευτικής αριστεράς. Και δεν βοηθήθηκε και τις στρατηγικές ανεπάρκειες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Ας γίνουμε συγκεκριμένοι.
Καταρχήν, η επιμονή στα κλαδικά ζητήματα, η εξαφάνιση της συνολικής αντικυβερνητικής πάλης και η απουσία ενός συνολικού διεκδικητικού πλαισίου για το σχολείο και την εκπαίδευση δεν άνοιγε το δρόμο για ενεργητική υποστήριξη του αγώνα που ξεκίναγε από την πλευρά μαθητών, του συνόλου του εκπαιδευτικού κόσμου, από τον κόσμο της εργασίας. Μοιραία, η ελπίδα ευρύτερης κινητοποίησης και αντίδρασης κατευθύνθηκε στα όργανα του αστικού συνδικαλισμού, τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, μια ελπίδα στο βρόντο δηλαδή. Η προφανής άρνηση τους επιβεβαίωσε το φόβο και τις ταλαντεύσεις στο χώρο των καθηγητών και άφησε ανοιχτό το πεδίο για ‘χειρισμούς’ από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία του χώρου.
Η ΓΣΣΕ και ΑΔΕΔΥ έπαιξαν το ρόλο τους στο πλευρό του συστήματος. Απέναντι στην προληπτική επιστράτευση των εκπαιδευτικών πρόταξαν απεργιακή κινητοποίηση την Τρίτη η ΑΔΕΔΥ Τρίτη και στάση εργασίας από κοινού την Πέμπτη, μακριά από την δαιμονισμένη Παρασκευή πρώτης μέρας των εξετάσεων.
Ας μην ξεχνάμε ότι τις ίδιες μέρες η ΓΣΕΕ βρισκόταν σε ‘διαπραγματεύσεις’ για την υπογραφή νέας συλλογικής σύμβασης (που τελικά συμφωνήθηκε, χωρίς την υπογραφή του ΣΕΒ), γιατί οι μισθοί 486 και 511 Ευρώ πρέπει να έχουν και τη σύμφωνη γνώμη των ‘εργαζομένων’, να μην υπάρχουν χαραμάδες αμφισβήτησης, αλλά και γιατί πρέπει να αναπαράγεται ο ρόλος της σαν τον εκφραστή των εργαζομένων στα πλαίσια του αστικού πολιτικού συστήματος. Άρα, μια απεργία που θα έθετε σε αμφισβήτηση την μνημονιακή πολιτική και προφανώς, θα άνοιγε πολιτικά μέτωπα, ήταν εχθρική και για την ίδια.
Αλλά και η ΟΛΜΕ δεν πρέπει να μείνει έξω από το κάδρο αυτού του συνδικαλισμού. Από την αρχή, επιμονή στο διάλογο –εν μέσω επιστράτευσης!- συναντήσεις με όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα -ακόμα και με την Ν.Δ!- ερμηνεία της απόφασης χιλιάδων καθηγητών για απεργία σαν πολιτικό μήνυμα και χρησιμοποίηση της στις επαφές σαν μέσο πίεσης για εξαιρέσεις του χώρου τους. Παράλληλα, διασπορά κινδυνολογίας για την επιστράτευση, απολύσεις κλπ.
Η κοινοβουλευτική αριστερά μπήκε εμπόδιο στον αγώνα.
Το ΚΚΕ εξ αρχής πήρε θέση ενάντια στην πραγματοποίηση απεργίας μέσα στις εξετάσεις, με το επιχείρημα ότι θα ταλαιπωρηθούν οι μαθητές. Συντάχθηκε δηλαδή, με το βασικό επιχείρημα του αστικού μπλοκ για την καθυπόταξη της απεργίας, αλλά και μόνιμη επιδίωξη του για απεργίες που δεν θα θίγουν την ομαλή λειτουργία. Και επειδή προφανώς η πείρα από την ‘ταλαιπωρία’ που προκαλούν οι απεργίες δεν λείπει, στην πραγματικότητα αρνήθηκε την έμπρακτη ανατροπή της επιστράτευσης, την όξυνση της πάλης, την αντιπαράθεση με την κυβέρνηση. Συνειδητή στάση, που φαίνεται και από τη στήριξη της απεργίας της ΑΔΕΔΥ της Τρίτης αλλά και από την πρόταση του στις συνελεύσεις των εκπαιδευτικών για 48ώρη απεργία, Πέμπτη και Παρασκευή, που εξασφάλιζε την καταγγελία της επιστράτευσης αλλά και τη διεξαγωγή των εξετάσεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε να στηρίζει την πραγματοποίηση απεργίας. Όμως, ήταν αυτός που ερμήνευε την απόφαση των καθηγητών σαν πολιτικό μήνυμα που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη, και όχι σαν απόφαση υλοποίησης της απεργίας. Παρά, τις διαφορετικές φωνές, ακόμα και ο Τσίπρας ήταν σαφής στη συνάντηση με την ΟΛΜΕ και τις δηλώσεις του μετά από αυτή. Στηλίτευση της επιστράτευσης, αλλά ομαλή διεξαγωγή εξετάσεων και διάλογος αμέσως μετά για τα ‘προβλήματα της παιδείας’. Είναι σαφές ότι ο κοινοβουλευτικός δρόμος για την ανάληψη της εξουσίας δεν χωράει απεργιακές συγκρούσεις για την ανατροπή της πολιτικής του κεφαλαίου. Ίσα ίσα, δεν πρέπει να διαρραγεί η κυβερνητική του προοπτική, και μάλιστα με παραδείγματα ανυπακοής που θα ενδεχομένως θα βρει μπροστά του στο μέλλον. Για αυτό και την κρίσιμη ώρα μαζί με ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ πρωτοπόρησε για το σπάσιμο της απεργίας.
Κοινή ρητορική και των δυο αριστερών δυνάμεων η επένδυση στην αγωνιστική ανομβρία του προηγούμενου διαστήματος. Το μεν ΚΚΕ για να πείσει τους μαχητικά σκεπτόμενους εργαζόμενους, ότι ούτε και τώρα γίνεται να σπάσει… άρα, η ανομβρία συνεχίζεται, ο δε ΣΥΡΙΖΑ για να δικαιολογήσει το κλείσιμο της απεργιακής απόφασης και την επαναφορά στο ενδο-κοινοβουλευτικό πολιτικό παιχνίδι.
Τέλος, ήταν μια εβδομάδα εξελίξεων, που εμφανίστηκαν οι στρατηγικές ανεπάρκειες των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Η αντικαπιταλιστική αριστερά, όπως εκφράζεται από το χώρο των Παρεμβάσεων στο χώρο της εκπαίδευσης, δεν απάντησε ποτέ στις απαιτήσεις της πάλης, ειδικά μετά την επιστράτευση. Σταθερή στην προβολή ενός κλαδικού ‘αιτηματολογίου’ -ακόμα και αυτό αμυντικού χαρακτήρα για την απάντηση στα πρόσφατα χτυπήματα στον κλάδο που έφερε το πολυνομοσχέδιο- δεν δίνει υλικό υπόβαθρο στην πανεργατική πάλη. Πράγμα το οποίο αδυνατίζει και τις υπαρκτές δυνατότητες κοινωνικής συμμαχίας με την εργατική οικογένεια του σχολείου, με μαθητές και γονείς. Για αυτό και από αυτή τη μεριά, οι πιέσεις για γενίκευση της μάχης πήγαιναν στην ΑΔΕΔΥ.
Ταυτόχρονα, δεν απάντησε ποτέ στην επιστράτευση με την ύψωση του πήχη της αντιπαράθεσης. Με πολιτική πάλη. Με πάλη για την ανατροπή της κυβέρνησης. Και αυτή η απουσία λειτούργησε αποτρεπτικά για την οργάνωση της αγωνιστικής τάσης, αφέθηκε στην αμφιβολία και το φόβο. Και εντός του χώρου και εκτός. Αλλά και τέλος, φάνηκαν και τα όρια της λειτουργίας εντός των πλαισίων της ΟΛΜΕ, με απουσία σχεδίου κόντρα στην γραφειοκρατία του χώρου, που αναδείχτηκε και όταν η τρικομματική των καθηγητών, ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚΕ-ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ έκλεισε νύχτα την απεργία.
Από τα πρώτα συμπεράσματα που βγαίνουν, είναι ότι η κυβέρνηση δεν έχει κανένα πρόβλημα να χρησιμοποιήσει όλα τα όπλα που προσφέρει το σύνταγμα -έστω και η πιο ‘τραβηγμένη’ ερμηνεία του- και το νομικό πλαίσιο για να αντιμετωπίσει το εργατικό κίνημα. Για την πάταξη, όπως στο μετρό, τη λήξη, όπως στη Χαλυβουργία, την προληπτική αντιμετώπιση όπως τώρα με τους καθηγητές, εργατικών αγώνων που παραδειγματίζουν και προκαλούν πρόβλημα στην ‘ομαλότητα’ της αστικής πολιτικής. Οι ανάγκες του κεφαλαίου, για την αντιμετώπιση της κρίσης του, τα συνεχή αντεργατικά νομοσχέδια και μνημόνια, η γενίκευση της φτώχιας, η αποψίλωση των παροχών του προηγούμενου διαστήματος, σε παιδεία, υγεία, πρόνοια, διαμορφώνουν και το πλαίσιο που αντιμετωπίζει τους εργατικούς αγώνες. Επιστράτευση απεργών -προληπτικά τούτη τη φορά- συνεχής κήρυξη απεργιών ως παράνομες από τα δικαστήρια, ακόμα και με απαγόρευση κήρυξης τους στο μέλλον, όπως πρόσφατα για την ΕΡΤ, και στο βάθος ΜΑΤ, ακόμα και στρατός, μαζί με τη διαπόμπευση όποιου πάει να κουνηθεί από τα ΜΜΕ, είναι η ‘ομαλή’ συνέχεια των μέτρων οικονομικής επιβολής, των μόνιμων επιδιώξεων που έχει ανάγκη το σύστημα. Και γι’ αυτό δεν πρόκειται για μέτρα «έκτακτης ανάγκης», εξαίρεση στον κανόνα, διεξαγωγής της πολιτικής και συνδικαλιστικής πάλης όπως την ξέραμε, αλλά αντίθετα εγγράφονται στο καθημερινό ημερολόγιο άλλων απαιτήσεων απάντησης του εργατικού κινήματος.
Την βδομάδα που πέρασε, με την διακηρυγμένη απεργία των καθηγητών, υπήρξε η δυνατότητα να δοθεί μια αποφασιστική μάχη, κόντρα στην επιστράτευση και τη συκοφάντηση των ΜΜΕ, να ανοίξει μια πληγή στο μέτωπο των πάνω με απρόβλεπτες συνέπειες. Διακηρύττουμε καθαρά τη θέση μας, ότι η απεργία έπρεπε να γίνει. Παρά τις ελλείψεις, τις αδυναμίες, τις αμφιβολίες και το φόβο οι εργαζόμενοι, η τάξη, έχουμε να μαθαίνουμε ανοίγοντας και το δρόμο. Μόνο έτσι σπάει ο φόβος. Στον αγώνα χτίζεται η αυτοπεποίθηση. Και από τον αγώνα ανοίγουν τα πολιτικά ερώτημα του αγωνιζόμενου κομματιού και ευρύτερα. Οι δικαιολογίες, οι προϋποθέσεις, οι όροι, τα πισωγυρίσματα τελικά, είναι σχήματα για όποιον δεν θέλει να ανοίξει ο δρόμος.
Πιστεύουμε ότι αυτή η μάχη δεν δόθηκε για τρεις, εξίσου σημαντικούς, λόγους: Την αδυναμία κοινωνικών συμμαχιών, τον ρόλο του αστικοποιημένου συνδικαλισμού, τη πολιτική και συνδικαλιστική στάση της κοινοβουλευτικής αριστεράς. Και δεν βοηθήθηκε και τις στρατηγικές ανεπάρκειες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Ας γίνουμε συγκεκριμένοι.
Καταρχήν, η επιμονή στα κλαδικά ζητήματα, η εξαφάνιση της συνολικής αντικυβερνητικής πάλης και η απουσία ενός συνολικού διεκδικητικού πλαισίου για το σχολείο και την εκπαίδευση δεν άνοιγε το δρόμο για ενεργητική υποστήριξη του αγώνα που ξεκίναγε από την πλευρά μαθητών, του συνόλου του εκπαιδευτικού κόσμου, από τον κόσμο της εργασίας. Μοιραία, η ελπίδα ευρύτερης κινητοποίησης και αντίδρασης κατευθύνθηκε στα όργανα του αστικού συνδικαλισμού, τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, μια ελπίδα στο βρόντο δηλαδή. Η προφανής άρνηση τους επιβεβαίωσε το φόβο και τις ταλαντεύσεις στο χώρο των καθηγητών και άφησε ανοιχτό το πεδίο για ‘χειρισμούς’ από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία του χώρου.
Η ΓΣΣΕ και ΑΔΕΔΥ έπαιξαν το ρόλο τους στο πλευρό του συστήματος. Απέναντι στην προληπτική επιστράτευση των εκπαιδευτικών πρόταξαν απεργιακή κινητοποίηση την Τρίτη η ΑΔΕΔΥ Τρίτη και στάση εργασίας από κοινού την Πέμπτη, μακριά από την δαιμονισμένη Παρασκευή πρώτης μέρας των εξετάσεων.
Ας μην ξεχνάμε ότι τις ίδιες μέρες η ΓΣΕΕ βρισκόταν σε ‘διαπραγματεύσεις’ για την υπογραφή νέας συλλογικής σύμβασης (που τελικά συμφωνήθηκε, χωρίς την υπογραφή του ΣΕΒ), γιατί οι μισθοί 486 και 511 Ευρώ πρέπει να έχουν και τη σύμφωνη γνώμη των ‘εργαζομένων’, να μην υπάρχουν χαραμάδες αμφισβήτησης, αλλά και γιατί πρέπει να αναπαράγεται ο ρόλος της σαν τον εκφραστή των εργαζομένων στα πλαίσια του αστικού πολιτικού συστήματος. Άρα, μια απεργία που θα έθετε σε αμφισβήτηση την μνημονιακή πολιτική και προφανώς, θα άνοιγε πολιτικά μέτωπα, ήταν εχθρική και για την ίδια.
Αλλά και η ΟΛΜΕ δεν πρέπει να μείνει έξω από το κάδρο αυτού του συνδικαλισμού. Από την αρχή, επιμονή στο διάλογο –εν μέσω επιστράτευσης!- συναντήσεις με όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα -ακόμα και με την Ν.Δ!- ερμηνεία της απόφασης χιλιάδων καθηγητών για απεργία σαν πολιτικό μήνυμα και χρησιμοποίηση της στις επαφές σαν μέσο πίεσης για εξαιρέσεις του χώρου τους. Παράλληλα, διασπορά κινδυνολογίας για την επιστράτευση, απολύσεις κλπ.
Η κοινοβουλευτική αριστερά μπήκε εμπόδιο στον αγώνα.
Το ΚΚΕ εξ αρχής πήρε θέση ενάντια στην πραγματοποίηση απεργίας μέσα στις εξετάσεις, με το επιχείρημα ότι θα ταλαιπωρηθούν οι μαθητές. Συντάχθηκε δηλαδή, με το βασικό επιχείρημα του αστικού μπλοκ για την καθυπόταξη της απεργίας, αλλά και μόνιμη επιδίωξη του για απεργίες που δεν θα θίγουν την ομαλή λειτουργία. Και επειδή προφανώς η πείρα από την ‘ταλαιπωρία’ που προκαλούν οι απεργίες δεν λείπει, στην πραγματικότητα αρνήθηκε την έμπρακτη ανατροπή της επιστράτευσης, την όξυνση της πάλης, την αντιπαράθεση με την κυβέρνηση. Συνειδητή στάση, που φαίνεται και από τη στήριξη της απεργίας της ΑΔΕΔΥ της Τρίτης αλλά και από την πρόταση του στις συνελεύσεις των εκπαιδευτικών για 48ώρη απεργία, Πέμπτη και Παρασκευή, που εξασφάλιζε την καταγγελία της επιστράτευσης αλλά και τη διεξαγωγή των εξετάσεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε να στηρίζει την πραγματοποίηση απεργίας. Όμως, ήταν αυτός που ερμήνευε την απόφαση των καθηγητών σαν πολιτικό μήνυμα που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη, και όχι σαν απόφαση υλοποίησης της απεργίας. Παρά, τις διαφορετικές φωνές, ακόμα και ο Τσίπρας ήταν σαφής στη συνάντηση με την ΟΛΜΕ και τις δηλώσεις του μετά από αυτή. Στηλίτευση της επιστράτευσης, αλλά ομαλή διεξαγωγή εξετάσεων και διάλογος αμέσως μετά για τα ‘προβλήματα της παιδείας’. Είναι σαφές ότι ο κοινοβουλευτικός δρόμος για την ανάληψη της εξουσίας δεν χωράει απεργιακές συγκρούσεις για την ανατροπή της πολιτικής του κεφαλαίου. Ίσα ίσα, δεν πρέπει να διαρραγεί η κυβερνητική του προοπτική, και μάλιστα με παραδείγματα ανυπακοής που θα ενδεχομένως θα βρει μπροστά του στο μέλλον. Για αυτό και την κρίσιμη ώρα μαζί με ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ πρωτοπόρησε για το σπάσιμο της απεργίας.
Κοινή ρητορική και των δυο αριστερών δυνάμεων η επένδυση στην αγωνιστική ανομβρία του προηγούμενου διαστήματος. Το μεν ΚΚΕ για να πείσει τους μαχητικά σκεπτόμενους εργαζόμενους, ότι ούτε και τώρα γίνεται να σπάσει… άρα, η ανομβρία συνεχίζεται, ο δε ΣΥΡΙΖΑ για να δικαιολογήσει το κλείσιμο της απεργιακής απόφασης και την επαναφορά στο ενδο-κοινοβουλευτικό πολιτικό παιχνίδι.
Τέλος, ήταν μια εβδομάδα εξελίξεων, που εμφανίστηκαν οι στρατηγικές ανεπάρκειες των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Η αντικαπιταλιστική αριστερά, όπως εκφράζεται από το χώρο των Παρεμβάσεων στο χώρο της εκπαίδευσης, δεν απάντησε ποτέ στις απαιτήσεις της πάλης, ειδικά μετά την επιστράτευση. Σταθερή στην προβολή ενός κλαδικού ‘αιτηματολογίου’ -ακόμα και αυτό αμυντικού χαρακτήρα για την απάντηση στα πρόσφατα χτυπήματα στον κλάδο που έφερε το πολυνομοσχέδιο- δεν δίνει υλικό υπόβαθρο στην πανεργατική πάλη. Πράγμα το οποίο αδυνατίζει και τις υπαρκτές δυνατότητες κοινωνικής συμμαχίας με την εργατική οικογένεια του σχολείου, με μαθητές και γονείς. Για αυτό και από αυτή τη μεριά, οι πιέσεις για γενίκευση της μάχης πήγαιναν στην ΑΔΕΔΥ.
Ταυτόχρονα, δεν απάντησε ποτέ στην επιστράτευση με την ύψωση του πήχη της αντιπαράθεσης. Με πολιτική πάλη. Με πάλη για την ανατροπή της κυβέρνησης. Και αυτή η απουσία λειτούργησε αποτρεπτικά για την οργάνωση της αγωνιστικής τάσης, αφέθηκε στην αμφιβολία και το φόβο. Και εντός του χώρου και εκτός. Αλλά και τέλος, φάνηκαν και τα όρια της λειτουργίας εντός των πλαισίων της ΟΛΜΕ, με απουσία σχεδίου κόντρα στην γραφειοκρατία του χώρου, που αναδείχτηκε και όταν η τρικομματική των καθηγητών, ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚΕ-ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ έκλεισε νύχτα την απεργία.
Διεθνιστής
Πολιτική Συλλογική Πρωτοβουλία
Κρίσιμα συμπεράσματα μιας απεργίας που δεν έγινε
Reviewed by Unknown
on
4:47 π.μ.
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: